- εξιτός
- ἐξιτός -ή, -όν (Α) [έξειμι]αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῑς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», Ησίοδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξιτόν — ἐξιτός to be come out of masc acc sg ἐξιτός to be come out of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… … Dictionary of Greek